- διαλογισμός
- ο (AM διαλογισμός) [διαλογίζομαι]στοχασμός, σκέψη, συλλογισμόςαρχ.1. ισοζύγιση λογαριασμών2. συζήτηση3. δισταγμός, αμφιβολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλογισμός — balancing of accounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμός — ο στοχασμός, σκέψη, συλλογισμός: Ο διαλογισμός διδάσκεται σε όσους ακολουθούν το βουδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογισμοῖς — διαλογισμός balancing of accounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμοί — διαλογισμός balancing of accounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμοῦ — διαλογισμός balancing of accounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμούς — διαλογισμός balancing of accounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμῶν — διαλογισμός balancing of accounts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμῷ — διαλογισμός balancing of accounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμόν — διαλογισμός balancing of accounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia